ἀρχαιοπρεπές

ἀρχαιοπρεπές
ἀρχαιοπρεπής
time-honoured
masc/fem voc sg
ἀρχαιοπρεπής
time-honoured
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εξαρχαΐζω — [αρχαΐζω] κάνω κάτι αρχαϊκό, αρχαιοπρεπές, τού δίνω την αρχαία μορφή …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννου, Φίλιππος — (Ζαγορά Πηλίου 1796 – Αθήνα 1880).Λόγιος και πανεπιστημιακός. Διετέλεσε για ένα χρονικό διάστημα γραμματικός του Μιαούλη και μετά την απελευθέρωση πήγε στο Μόναχο, όπου σπούδασε κλασική φιλολογία και φυσικές επιστήμες. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”